- ὑστεροφθόροι
- ὑστεροφθόροςdestroying after the actmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωβητήρ — λωβητήρ, ῆρος, ὁ, ἡ, θηλ. και λωβήτειρα (Α) 1. υβριστής 2. (για τις Ερινύες) ολέθριος, καταστροφέας («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι», Σοφ.) 3. άθλιος, μηδαμινός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «προσβολή, κακομεταχείρηση» + επίθημα τήρ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
υστεροφθόρος — ον, Α (για τις Ερινύες) αυτός που φθείρει, που βλάπτει κάποιον μετά από μια πράξη («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι λοχῶσιν Ἅιδου καὶ θεῶν Ἐρινύες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ἀλληλο φθόρος, πολυ φθόρος] … Dictionary of Greek